«Γεννήθηκα στη Μύκονο. Δεν γεννήθηκα εκεί. Γεννήθηκα για δεύτερη φορά το καλοκαίρι της χρονιάς που πέθανε η μητέρα μου. Βρέθηκα στη θέση της για πρώτη φορά, στη βεράντα του σπιτιού της, απέναντι από τη φοινικιά και τη δύση. Ευθυγραμμίστηκα, στην τελική ευθεία, προς δυσμάς.
Γράφω για τη Μύκονο. Ξηλώνω και υφαίνω έναν ιστό από δημοσιευμένα και αδημοσίευτα γραπτά μου. Και δεν λογαριάζω τους μνηστήρες…
Στο σπίτι μου, στη Μύκονο, στην ντουλάπα του διαδρόμου, διακρίνω ακόμα τις γραμμές-σημάδια που χάραζε ο πατέρας μου όταν με έστηνε μ΄ ένα βιβλίο στο κεφάλι για να δει πόσο είχα ψηλώσει από το προηγούμενο καλοκαίρι. Πριν λίγα χρόνια, έβγαλα την ντουλάπα στη βεράντα και την έβαψα. Ο Στάθης, ο γιος μου, με ρώτησε: «Σβήνεις τα ίχνη σου;».
Στην Αθήνα, σ΄ έναν καθρέφτη, έχω βαλμένες δύο φωτογραφίες. Την πρώτη, μαυρόασπρη, τράβηξε ο πατέρας μου από τη βεράντα, όταν ήμουν δύο χρονών. Τη δεύτερη, ο γιος μου. Ο Στάθης και ο Στάθης. Και τις δυο φορές, ο ίδιος ήλιος δύει πίσω από τη φοινικιά που μεγαλώνει. Δεν δύει. Δύουν οι άνθρωποι. Σκοτεινιάζουν. Μπερδεύονται με τις σκιές.
Ξέρω τη διαδρομή του ήλιου στον ορίζοντα. Μου την έδειχνε ο πατέρας μου. Αρχίζει την πορεία του από δεξιά προς τα αριστερά της γραμμής του ορίζοντα. Τη μικρότερη μέρα του χρόνου βασιλεύει στις Δήλες. Τη μεγαλύτερη, στον κάβο της Τήνου – τη Μεγαλόχαρη. Εδειξα κι εγώ στον γιο μου την πορεία του ήλιου. Αυτός μου έμαθε τον μύθο της πράσινης ακτίνας, όπως τον άκουσε στην ομώνυμη ταινία του Ρομέρ: πρέπει να δεις, την τελευταία στιγμή, πράσινο φως. Από τότε πέρασα πολλά ηλιοβασιλέματα για να δω την υπόσχεση του παντοτινού έρωτα. Ομως, τα μελτέμια και τα μποφόρ ελαττώνουν την ορατότητα.
Βλέπω το τελευταίο φως. Βλέπω και το πρώτο βαπόρι. Το ίδιο βαπόρι που ψάχνω, στην τηλεόραση, στις ελληνικές ταινίες του ΄50, όταν δείχνουν σκηνές αποχωρισμού στου Τζελέπη. Βλέπω το φως ζωγραφιστό σε μια ακουαρέλα του Πολυκανδριώτη. Θέμα της, ο Αϊ-Χαραλάμπης στη Βίδα κι ένα πανί κατά την Τήνο. Μικρός, μου τραγούδαγαν την Ξανθούλα που πάει στην ξενιτιά κι έκλαιγα. Αλλά δεν ήμουν θλιμμένος, λυπόμουν το πανί.
Στη Μύκονο μού επιβάλλεται το «Ημερολόγιο καταστρώματος» από έναν υπέρτατο καπετάνιο. Ερχομαι από την Αθήνα σαν τους ναυτικούς που τους στέλνει αεροπορικώς η εταιρεία να μπαρκάρουν στη Χάβρη. Ερχομαι και περιμένω να βρεθώ «πράσινο με πράσινο», όπως λεν οι ναυτικοί, με το καμαρωτό «Αγγέλικα». Θα πετρώσω εδώ, σαν εκείνο το κομμάτι πλώρης που το είχαν τσιμεντώσει, στην άκρια του μόλου της Ραφήνας, και που ήταν σαν να ταξίδευε.
Επιστρέφω στη Μύκονο, εκεί όπου λίγοι Μυκονιάτες έχουν πάει. Και μου είναι αδιάφοροι οι κοσμικοί, οι σύννομοι ή παράνομοι επαγγελματίες, οι ξενοδόχοι και οι ιδιοκτήτες μπαρ, που με αντίτιμο τον φόρο τους στον Δήμο (όσες φορές δεν διαπράττεται το έγκλημα της κατάχρησης, όπως καλή ώρα), αλλοιώνουν τη φυσιογνωμία του νησιού εν ονόματι του τουρισμού. Μου έρχεται στον νου η εικόνα μιας σειράς αιχμαλώτων στα υψίπεδα της Μεσοποταμίας. Ρακένδυτοι, προχωρούν εξαντλημένοι προς μια χάρτινη Βαβυλώνα. Εχω δει τη σκηνή εδώ, στο «Σινέ Αρτεμις», πριν η Μύκονος φτάσει να κινηματογραφεί τον εαυτό της με τους χιλιάδες αιχμάλωτους τουρίστες. Θυμάμαι αυτό το πλήθος των κομπάρσων στην οθόνη να προχωρά. Μερικοί, πέφτοντας, πεθαίνουν ακαριαία.
Σήμερα «Μυκονιάτη» σε πολιτογραφεί η βίλα σου κι αυτό η Μύκονος δεν θα το συγχωρέσει. Οπως δεν θα συγχωρέσει και τους Μυκονιάτες εκείνους- και είναι πολλοί που δεν γνωρίζουν ότι συμπατριώτισσά τους υπήρξε η Μέλπω Αξιώτη. Θλίβομαι γιατί οι πιο χαριτωμένοι, οι πιο είρωνες και ομιλητικοί νησιώτες, μ΄ εκείνη τη χαρακτηριστική τραγουδιστή ντοπιολαλιά, έχουν πάθει κατάθλιψη πολιτισμική- χοντροί απ΄ το ουίσκι και τις χειμερινές εξορμήσεις στην Ταϊλάνδη. Αλλά ευτυχώς όχι όλοι. Ο Παναγιώτης Κουσαθανάς, ο Ηλίας Ντελόπουλος, ο Δημήτρης Ρουσουνέλος, ο Νίκος Ασημομύτης, η Πανωραία Γαλατά, που της χρωστώ τη φωτογραφία, είναι φαεινές εξαιρέσεις.
Σήμερα η «Μύκονος» πουλιέται ως παρηγοριά και σε πολύ ακριβή τιμή (έξι χιλιάδες ευρώ το τετραγωνικό, όσο ένας τάφος στο Πρώτο Νεκροταφείο). Πουλιέται: στα κανάλια, στα περιοδικά, σε πολυτελείς ιλουστρασιόν καταλόγους διεθνών κτηματομεσιτικών οίκων. Πουλιέται ως τρόπος ζωής (διαβάστε τη Σίβυλλα). Μπορώ να πω ότι όσο βαθαίνει ο χωρισμός της Μυκόνου από τη «Μύκονο», τόσο στο βλέμμα αυτών που συνεργούν σε τούτη την άνοστη (δηλαδή χωρίς επιστροφή και νόστο) απομάκρυνση, θα βλέπω, κάθε φορά που μετατοπίζομαι προς τα εκεί, νοσταλγικά, τον θάνατο υπό μορφήν αμνησίας, απληστίας και απελπισίας.
Στη Μύκονο, μπροστά στη φοινικιά του γείτονα, έμαθα να γράφω ποίηση. Θυμάμαι, έφηβος, να σεργιανώ με τους Προσανατολισμούς, σ΄ εκείνη την έκδοση του Γαλαξία, υπό μάλης. Θυμάμαι τις συνομιλίες μου με τον συγγραφέα του Ιστορικού λεξικού του μυκονιάτικου ιδιώματος , τον αείμνηστο Σταύρο Μάνεση. Θυμάμαι ακόμη το επιτύμβιο που διάβαζα στο μάρμαρο εκείνης της «Κόρης της Μυκόνου» που θησαυρίστηκε από τον Κυριαζόπουλο στο Λαογραφικό Μουσείο: ΕGΟ DΟRΜΙΟ ΕΤ CΟR ΜΕUΜ VΙGΙLΑT («Εγώ κοιμούμαι κι η καρδιά μου ξαγρυπνά»· «κοιτάζει τ΄ άστρα στον ουρανό και το δοιάκι και πώς ανθοβολά το νερό στο τιμόνι», θα συνεχίσει ο Σεφέρης.
Τον Δεκαπενταύγουστο, είδα όλους τους σιωπηλούς μου αποθαμένους-πάππο, πατέρα, μάνα- να συνωστίζονται στη δέηση που έκανε ο παπάς στην Ελεούσα. Ακουσα όλα τα ονόματα. Και στο « είπωμεν » του παπά μουρμούρισα κι εγώ το « αιωνία αυτών η μνήμη ».
Σαν να μην έχει ποτέ υπάρξει
Στους φωταγωγημένους δρόμους της Χώρας, όπου όλα λάμπουν για να σβήσουν στο τέλος της σεζόν, συλλογίζομαι πόσο εν τέλει το παρελθόν συνίσταται από το παρόν και πόσο η Μύκονος είναι σαν να μην έχει ποτέ υπάρξει. Σαν να μην είχαν εξοριστεί εδώ ο Γ. Παπανδρέου και ο Σ. Γονατάς· σαν να μην είχε γράψει, στη βεράντα του ξενοδοχείου «Απόλλων», ο Καραγάτσης· να μην είχε διαφωνήσει ο Καραντώνης με τον Θεοτοκά στα τραπεζάκια του Σκαρόπουλου· η Μελίνα με την Αλέκα Κατσέλη να μην είχαν χαθεί στα ασβεστωμένα σοκάκια· ο Τάκης Χορν να μην είχε χορέψει, στη βεράντα της Αννας Βέλτσου, ταγκό του Εντουάρντο Μπιάνκο (με έβαζαν κάθε τρεις δίσκους ν΄ αλλάζω τη βελόνα στο γραμμόφωνο, παράκληση δική μου για να είμαι παρέα με τους μεγάλους)· ο Ντιόρ να μην είχε παραγγείλει τα παντελόνια του στον Ιωσήφ Σαλάχα («le roi des pantalons», όπως τον αποκαλούσε)· ο Λε Κορμπυζιέ να μην είχε σχεδιάσει την Παραπορτιανή· ο Μόραλης, τη Μεγάλη Αμμο. Αλλά και ο Ταχτσής, σαν να μην είχε ξενυχτήσει στο Ρierro΄s· ο Derrida να μην είχε ενθουσιαστεί στο ταβερνάκι του Σκεπαθιανού· και ο Μισέλ Ντεγκύ, στα βήματα του Χάιντεγκερ, να μην είχε προσκυνήσει τη Δήλο.
*Δημοσιεύθηκε στην Εντυπη Εκδοση «Το Βήμα της Κυριακής» στις 14 Αυγούστου 2010.
Comments
Post a Comment